στηθοδέρνομαι

στηθοδέρνομαι
θρηνώ χτυπώντας το στήθος μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στηθοδέρνομαι — Ν θρηνώ και χτυπώ το στήθος μου, στηθοκοπιέμαι («εστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι αποκείς αρχινίζει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στηθοκοπούμαι — και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, έομαι, Ν χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κοπούμαι / κοπιέμαι (< κόπος*), πρβλ. ξυλο κοπούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”